Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμψηφίζω — ἐμψηφίζω (Α) 1. συναριθμώ 2. «ὅταν δανειστὴς ἀποδιδόντος χρεώστου μὴ εὐθέως ἀναλαμβάνῃ τὸ ὄφλημα», (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ἐμψηφίσαι — ἐμψηφίζω enter aor inf act ἐμψηφίσαῑ , ἐμψηφίζω enter aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)